σκαπτικός — ή, ό κατάλληλος για σκάψιμο: Αγόρασαν καινούρια σκαπτικά εργαλεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίτομος — η και ος, ο 1. αυτός που αποτελείται από δύο τόμους («δίτομο λεξικό», «δίτομη έκδοση») 2. το αρσ. ως ουσ. ο δίτομος σκαπτικός, νυκτόβιος κάνθαρος τών μεσογειακών χωρών 3. το θηλ. ως ουσ. η δίτομος κολεόπτερο τής οικογένειας τών κολυδιιδών … Dictionary of Greek
πηλοδύτης — ο, Ν ζωολ. μικρόσωμος ευκίνητος βάτραχος, νυκτόβιος και σκαπτικός, που απαντά στη Δυτική Ευρώπη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pelodytes (< πηλός + δύτης)] … Dictionary of Greek
σκάβω — σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν 1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι» … Dictionary of Greek
σκαφευτικός — ή, ό, Ν [σκαφέας / σκαφεύς] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκαφή και στον σκαφέα, σκαπτικός («σκαφευτικά εργαλεία») … Dictionary of Greek
σκαφτικός — ή, ό, Ν βλ. σκαπτικός … Dictionary of Greek
χωματοσκαπτικός — ή, ό, Ν (για μηχάνημα) αυτός που σκάβει αρκετά βαθιά και σε μεγάλες ποσότητες το χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χώμα, ατος + σκαπτικός] … Dictionary of Greek